YouVersion Logo
Search Icon

Γ΄ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ 5

5
Σχέδιο για την εξόντωση των Ιουδαίων
1Τότε ο βασιλιάς, γεμάτος οργή και πίκρα, αποφασισμένος για όλα, κάλεσε τον Έρμωνα, που είχε τη φροντίδα των πολεμικών ελεφάντων 2και τον διέταξε την άλλη μέρα να ποτίσει με πολλές χούφτες λιβάνι και άφθονο ανόθευτο κρασί όλους τους ελέφαντες, περί τους πεντακόσιους, και εξαγριωμένους από τη μεγάλη δόση του μείγματος να τους οδηγήσουν μέσα στον ιππόδρομο για να ποδοπατήσουν τους Ιουδαίους. 3Ο ίδιος, αφού έδωσε τις διαταγές, επιδόθηκε στο φαγοπότι συγκεντρώνοντας γύρω του τους καλύτερους φίλους του και όσους από το στρατό ήταν εχθροί των Ιουδαίων. 4Παράλληλα ο Έρμωνας, με μεγάλη επιμέλεια φρόντιζε να εκτελεστεί η διαταγή. 5Οι στρατιώτες που θα υλοποιούσαν τη διαταγή βγήκαν το βράδυ και έδεναν τα χέρια των δυστυχισμένων Ιουδαίων και φρόντιζαν να τους φυλάνε καλά όλη τη νύχτα· πίστευαν ότι το έθνος των Ιουδαίων θα καταστρεφόταν με μιας.
6Αλλά οι Ιουδαίοι, που στα μάτια των εθνικών φαίνονταν εντελώς απροστάτευτοι εξαιτίας των ταλαιπωριών και των δεσμών που τους έζωναν από παντού, 7έκραξαν όλοι μαζί με ακατάπαυστες φωνές και δάκρυα προς τον παντοκράτορα Κύριο, τον κυρίαρχο κάθε δύναμης, τον πολυεύσπλαχνο Θεό τους και Πατέρα, παρακαλώντας 8να ματαιώσει την εναντίον τους απόφαση του ασεβή βασιλιά, και με κάποια θαυματουργή του εμφάνιση να τους απαλλάξει από τον άμεσο θάνατο που αντιμετώπιζαν. 9Η προσευχή τους αυτή ανέβαινε αδιάκοπα στον ουρανό.
10Ο Έρμωνας πότισε τους άγριους ελέφαντες με μεγάλη δόση κρασί και λιβάνι ώστε να μεθύσουν και παρουσιάστηκε στα ανάκτορα πολύ πρωί, για να αναφέρει σχετικά στο βασιλιά. 11-12Ο Κύριος όμως, που από τα παλιά χρόνια χορηγεί σ’ αυτούς που θέλει, νύχτα και μέρα, το ύψιστο αγαθό, δηλαδή τον ύπνο, έδωσε και στο βασιλιά να καταληφθεί από έναν γλυκό και βαθύ ύπνο κι έτσι απέτυχε πλήρως στο παράνομο σχέδιό του και αποπροσανατολίστηκε τελείως η πεισματική σκέψη του. 13Οι Ιουδαίοι αφού διέφυγαν το θάνατο την ώρα που είχε οριστεί, δοξολογούσαν τον άγιο και σπλαχνικό Θεό τους που είχε δείξει στα υπερήφανα έθνη την ακαταμάχητη δύναμή του.
14Τη δέκατη#Τη δέκατη... Δηλ. περίπου 3-4 το απόγευμα, σημερινή ώρα. ώρα περίπου, αυτός που είχε ορισθεί για τις προσκλήσεις, βλέποντας τους καλεσμένους συγκεντρωμένους, στο στάδιο, πλησίασε και σκούντησε το βασιλιά να σηκωθεί. 15-16Τον ξύπνησε με δυσκολία και τον πληροφόρησε ότι ο χρόνος για το συμπόσιο είχε πια περάσει. Ο βασιλιάς συλλογίστηκε όλες τις εξηγήσεις που του έδωσε ο υπεύθυνος, αλλά μετά άρχισε πάλι να πίνει και διέταξε τους καλεσμένους να καθίσουν μαζί του. 17Όταν κάθισαν όλοι, τους πρότρεπε να απολαύσουν το πλούσιο φαγητό και να διασκεδάσουν, αφού συμμετείχαν σ’ ένα τόσο τιμητικό γι’ αυτούς συμπόσιο. 18Κι ενώ η διασκέδαση προχωρούσε, ο βασιλιάς κάλεσε τον Έρμωνα και απειλώντας τον αυστηρά ζητούσε να μάθει για ποιο λόγο είχε αφήσει τους Ιουδαίους εκείνη την ημέρα να ζουν. 19Αυτός του εξήγησε ότι η διαταγή του είχε κιόλας από τη νύχτα εκτελεστεί και του το επιβεβαίωσαν και οι φίλοι του. 20Τότε ο βασιλιάς έδειξε μεγαλύτερη σκληρότητα από τον Φάλαρι#Φάλαρις. Τύραννος του Ακράγαντος (570-554 π.Χ.) ονομαστός για τη σκληρότητά του. και είπε: «Αυτό οι Ιουδαίοι το χρωστούν στο σημερινό μου ύπνο. Ετοίμασε όμως χωρίς αναβολή κατά τον ίδιο τρόπο τους ελέφαντες, για να εξοντώσουν την επόμενη μέρα τους ανυπότακτους αυτούς Ιουδαίους».
21Ο βασιλιάς έδωσε τις διαταγές του και όλοι όσοι ήταν παρόντες συμφώνησαν πρόθυμα με ενθουσιασμό και πήγε καθένας σπίτι του. 22Τη νύχτα εκείνη αντί να κοιμηθούν, πήγαν και χλεύαζαν με διάφορους τρόπους τους έγκλειστους Ιουδαίους, που τους θεωρούσαν δυστυχείς. 23Με το λάλημα του πετεινού το πρωί, ο Έρμωνας είχε ετοιμάσει τους ελέφαντες και τους οδηγούσε στον ιππόδρομο, 24και τα πλήθη των κατοίκων της πόλης είχαν συγκεντρωθεί από το πρωί περιμένοντας με ανυπομονησία να δουν το φοβερό θέαμα. 25Οι Ιουδαίοι όμως, μέχρι την τελευταία στιγμή κι ενώ ψυχομαχούσαν, προσεύχονταν στο μεγάλο Θεό με πολλά δάκρυα και πένθιμα άσματα με τα χέρια υψωμένα στο Θεό, να στείλει πάλι γρήγορα τη βοήθειά του. 26Κι ενώ ακόμα δεν είχε ανατείλει ο ήλιος, κι ο βασιλιάς υποδεχόταν τους φίλους του, παρουσιάστηκε ο Έρμωνας και τον παρακαλούσε να βγει, υπενθυμίζοντας ότι η διαταγή του θα έπρεπε να εκτελεστεί αμέσως. 27Ο βασιλιάς άρχισε να καταλαβαίνει αλλά απόρησε για την ασυνήθιστη κινητοποίηση, γιατί τα είχε ξεχάσει όλα· και ζητούσε να μάθει για τι πράγμα επρόκειτο, που είχε γίνει με τόση βιασύνη. 28Αυτό όμως ήταν ενέργεια του κυρίαρχου Θεού, ο οποίος έκανε να ξεχάσει ό βασιλιάς τα όσα προηγουμένως ο ίδιος είχε σχεδιάσει εναντίον των Ιουδαίων.
29Τότε ο Έρμωνας και οι φίλοι του βασιλιά τού ανέφεραν ότι τα θηρία και ο στρατός ήταν έτοιμα, σύμφωνα με τη ζωηρή του επιθυμία. 30Αυτός όμως κυριεύτηκε από οργή γι’ αυτά που του είπαν, γιατί με τη φροντίδα του Θεού είχε αλλάξει η διάθεσή του. Κοίταξε απειλητικά τον Έρμωνα και του είπε: 31«Αν εσύ είχες γονείς και παιδιά, αυτοί θα ’πρεπε τώρα να δοθούν πλούσια τροφή στα άγρια θηρία, αντί για τους αθώους αυτούς Ιουδαίους, που απέδειξαν ξεκάθαρα σ’ εμένα και στους προγόνους μου τη μεγάλη και σταθερή τους αφοσίωση. 32Και πραγματικά, αν δεν σε συμπαθούσα, γιατί μεγαλώσαμε μαζί, κι αν δεν μου είχες προσφέρει τόσες υπηρεσίες, τώρα θα πέθαινες εσύ στη θέση αυτών των Ιουδαίων». 33Έτσι ο Έρμωνας δοκίμασε ξαφνική και σοβαρότατη απειλή· θόλωσαν τα μάτια του και άλλαξε η όψη του. 34Επίσης και όλοι οι φίλοι του βασιλιά έφευγαν στενοχωρημένοι ο ένας μετά τον άλλο και έδιωχναν τους υπόλοιπους συγκεντρωμένους να πάει καθένας στη δουλειά του. 35Οι Ιουδαίοι, όταν άκουσαν πώς ενήργησε ο βασιλιάς, δόξαζαν τον Κύριο και Θεό, το βασιλιά των βασιλιάδων, που τους έστειλε και αυτή του τη βοήθεια.
36Ο βασιλιάς, όμως, διοργάνωσε και πάλι με τον ίδιο τρόπο συμπόσιο και πρότρεπε τους συνδαιτυμόνες του να διασκεδάσουν. 37Κάλεσε και τον Έρμωνα και του είπε απειλητικά: «Πόσες φορές πρέπει να σε διατάξω, πανάθλιε, γι’ αυτούς τους Ιουδαίους; 38Τώρα ετοίμασε πάλι τους ελέφαντες για την αυριανή εξόντωση των Ιουδαίων».
Ο βασιλιάς ορκίζεται τελικά να εκτελέσει το σχέδιό του
39Αυτοί που ανήκαν στη βασιλική οικογένεια και κάθονταν με το βασιλιά στο τραπέζι, απόρησαν για την άστατη σκέψη του και του είπαν: 40«Βασιλιά, μέχρι πότε θα μας προκαλείς σαν να είμαστε ανόητοι; Αυτή είναι η τρίτη φορά που μας διατάζεις να αφανίσουμε τους Ιουδαίους και όταν φτάνουμε να εκτελέσουμε τη διαταγή, εσύ αλλάζεις γνώμη και τα ακυρώνεις όλα! 41Με όλα αυτά όμως η πόλη αναστατώνεται από την αναμονή και γεμίζει επαναστατικές συγκεντρώσεις· συχνά μάλιστα κινδυνεύει κι από λεηλασίες». 42Τότε ο βασιλιάς, που ήταν όμοιος σε όλα με τον Φάλαρι, χωρίς να πολυσκεφτεί ή να λογαριάσει ότι πάλι άλλαζε γνώμη σχετικά με την προστασία των Ιουδαίων, έδωσε έναν όρκο που τελικά θα έμενε ανεκπλήρωτος, ότι αυτός θα στείλει τους Ιουδαίους στον άδη χωρίς αναβολή, αφού τους βασανίσει με τα ποδοπατήματα των θηρίων. 43Απειλούσε μάλιστα ότι θα εκστρατεύσει εναντίον της Ιουδαίας και θα την ισοπεδώσει ταχύτατα με φωτιά και τσεκούρι· ορκιζόταν επίσης ότι θα παραδώσει στη φωτιά και το ναό, όπου κανείς δεν επιτρέπεται να μπει, και ότι δε θ’ αφήσει ζωντανό κανέναν απ’ αυτούς που τότε πρόσφεραν εκεί θυσίες.
44Τότε οι φίλοι του βασιλιά και τα μέλη της βασιλικής οικογένειας, γεμάτοι ενθουσιασμό κι εμπιστοσύνη σ’ αυτόν έφυγαν και διέταξαν το στρατό να καταλάβει τα πιο καίρια μέρη της πόλης για να την προστατεύουν. 45Ο αρχηγός των ελεφάντων, όπως προείπαμε, είχε φέρει τα θηρία σε κατάσταση μανίας με ένα μίγμα από λιβάνι και κρασί και τα είχε εξοπλίσει με φοβερά φονικά όργανα. 46Κατά την αυγή, όταν η πόλη είχε κιόλας γεμίσει αναρίθμητα πλήθη που βάδιζαν προς τον ιππόδρομο, μπήκε στο παλάτι και ειδοποίησε το βασιλιά να δώσει διαταγή για την εκτέλεση. 47Τότε αυτός, φοβερά οργισμένος και με άσπλαχνη καρδιά, όρμησε με όλη του τη δύναμη μαζί με τα θηρία, θέλοντας να βλέπει με τα ίδια του τα μάτια τη θλιβερή και μαρτυρική καταστροφή των κρατουμένων. 48Οι Ιουδαίοι άκουσαν ένα δυνατό θόρυβο και είδαν σκόνη να σηκώνεται και να κατευθύνεται προς την πόλη. Σηκωνόταν από τους ελέφαντες, που έβγαιναν από το μέρος τους και πήγαιναν προς την πύλη, από το στρατό που ακολουθούσε κι από το ποδοβολητό του κόσμου. 49Τότε κατάλαβαν πως αυτή ήταν η τελευταία κρίσιμη στιγμή της ζωής τους, το τέλος της εξαντλητικής αναμονής. Ξέσπασαν λοιπόν σε θρήνους και κλάματα· φιλούσαν ο ένας τον άλλο αγκαλιάζοντας τους συγγενείς τους και πέφτοντας στο λαιμό τους, οι γονείς στα παιδιά και οι μητέρες στις κόρες. Άλλες γυναίκες είχαν τα μωρά στα στήθη τους και θήλαζαν το τελευταίο τους γάλα. 50Οι Ιουδαίοι, όμως, θυμήθηκαν τις ευεργεσίες του Θεού προς αυτούς στο παρελθόν, έπεσαν όλοι μαζί κάτω με μια ψυχή· οι γυναίκες απομάκρυναν τα μωρά από τα στήθη τους, 51κι όλοι άρχισαν να φωνάζουν δυνατά παρακαλώντας τον κυρίαρχο κάθε δύναμης να τους σπλαχνιστεί, επεμβαίνοντας και πάλι τώρα που βρίσκονταν αντιμέτωποι με το θάνατο.

Highlight

Share

Copy

None

Want to have your highlights saved across all your devices? Sign up or sign in

YouVersion uses cookies to personalize your experience. By using our website, you accept our use of cookies as described in our Privacy Policy