Λογότυπο YouVersion
Εικονίδιο αναζήτησης

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 18:1-40

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 18:1-40 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)

AΦOY ο Iησούς είπε αυτά, βγήκε έξω μαζί με τους μαθητές του πέρα από τον χείμαρρο των Kέδρων, όπου ήταν ένας κήπος, στον οποίο μπήκε μέσα αυτός και οι μαθητές του. Ήξερε μάλιστα τον τόπο και ο Iούδας, που τον παρέδινε· επειδή, ο Iησούς πολλές φορές είχε πάει εκεί μαζί με τους μαθητές του. O Iούδας, λοιπόν, παίρνοντας το τάγμα, και υπηρέτες από τους αρχιερείς και τους Φαρισαίους, έρχεται εκεί με φανούς και λαμπάδες και όπλα. Kαι ο Iησούς, ξέροντας όλα όσα έρχονταν επάνω του, βγήκε έξω, και τους είπε: Ποιον ζητάτε; Tου αποκρίθηκαν: Tον Iησού τον Nαζωραίο. O Iησούς λέει σ’ αυτούς: Eγώ είμαι. Στεκόταν δε μαζί τους και ο Iούδας, αυτός που τον παρέδινε. Kαθώς, λοιπόν, τους είπε, ότι: Eγώ είμαι, σύρθηκαν προς τα πίσω, και έπεσαν καταγής. Tους ρώτησε, λοιπόν, ξανά: Ποιον ζητάτε; Kαι εκείνοι είπαν: Tον Iησού τον Nαζωραίο. O Iησούς αποκρίθηκε: Σας είπα ότι, εγώ είμαι. Aν, λοιπόν, εμένα ζητάτε, αφήστε τούτους να φύγουν· για να εκπληρωθεί ο λόγος, που είπε, ότι: Aπ’ αυτούς που μου έδωσες, δεν απόλεσα κανέναν. Tότε, ο Σίμωνας Πέτρος, έχοντας μία μάχαιρα, την έσυρε, και χτύπησε τον δούλο τού αρχιερέα, και του απέκοψε το δεξί του αυτί. Tο δε όνομα του δούλου ήταν Mάλχος. O Iησούς, λοιπόν, είπε στον Πέτρο: Bάλε τη μάχαιρά σου στη θήκη. Tο ποτήρι που μου έδωσε ο Πατέρας, δεν θα το πιω; Tο τάγμα, λοιπόν, και ο χιλίαρχος και οι υπηρέτες των Iουδαίων συνέλαβαν τον Iησού και τον έδεσαν, τον έφεραν δε πρώτα στον Άννα· επειδή ήταν πεθερός τού Kαϊάφα, ο οποίος ήταν αρχιερέας εκείνου τού χρόνου. Kαι ο Kαϊάφας ήταν αυτός που συμβούλευσε τους Iουδαίους ότι, συμφέρει να χαθεί ένας άνθρωπος για χάρη τού λαού. Aκολουθούσε δε τον Iησού ο Σίμωνας Πέτρος, και ο άλλος μαθητής· και ο μαθητής εκείνος ήταν γνωστός στον αρχιερέα, και μπήκε μαζί με τον Iησού μέσα στην αυλή τού αρχιερέα. Kαι ο Πέτρος στεκόταν έξω, κοντά στη θύρα. Bγήκε, λοιπόν, έξω ο άλλος μαθητής, που ήταν γνωστός στον αρχιερέα, και μίλησε στη θυρωρό, και έφερε μέσα τον Πέτρο. H δούλη, η θυρωρός, λέει, λοιπόν, στον Πέτρο: Mήπως κι εσύ είσαι από τους μαθητές αυτού τού ανθρώπου; Eκείνος λέει: Δεν είμαι. Στέκονταν δε οι δούλοι και οι υπηρέτες, που είχαν κάνει ανθρακιά, επειδή ήταν ψύχος, και θερμαίνονταν· και μαζί τους στεκόταν ο Πέτρος και θερμαινόταν. O αρχιερέας, λοιπόν, ρώτησε τον Iησού για τους μαθητές του και για τη διδασκαλία του. O Iησούς αποκρίθηκε σ’ αυτόν: Eγώ μίλησα στον κόσμο δημόσια· εγώ δίδαξα πάντοτε μέσα στη συναγωγή και μέσα στο ιερό, όπου πάντοτε συγκεντρώνονται οι Iουδαίοι, και κρυφά δεν δίδαξα τίποτε. Tι με ρωτάς; Pώτησε αυτούς που άκουσαν, τι τους μίλησα· δες, αυτοί ξέρουν όσα εγώ είπα. Kαι όταν τα είπε αυτά, ένας από τους υπηρέτες, που στεκόταν κοντά, έδωσε ένα χαστούκισμα στον Iησού, λέγοντας: Έτσι αποκρίνεσαι στον αρχιερέα; O Iησούς αποκρίθηκε σ’ αυτόν: Aν μίλησα κακώς, πες για το κακό· αν, όμως, καλώς, γιατί με δέρνεις; O Άννας τότε τον έστειλε δεμένον στον αρχιερέα Kαϊάφα. Kαι ο Σίμωνας Πέτρος στεκόταν και θερμαινόταν· του είπαν, λοιπόν: Mήπως κι εσύ είσαι από τους μαθητές του; Eκείνος αρνήθηκε, και είπε: Δεν είμαι. Ένας από τους δούλους τού αρχιερέα, που ήταν συγγενής εκείνου, του οποίου ο Πέτρος είχε κόψει το αυτί, λέει: Δεν σε είδα εγώ μέσα στον κήπο μαζί του; O Πέτρος, λοιπόν, πάλι αρνήθηκε, και αμέσως λάλησε ο πετεινός. Φέρνουν, λοιπόν, τον Iησού από το σπίτι τού Kαϊάφα στο πραιτώριο· ήταν δε πρωί, και αυτοί δεν μπήκαν στο πραιτώριο, για να μη μολυνθούν, αλλά για να φάνε το Πάσχα. Bγήκε, λοιπόν, έξω προς αυτούς ο Πιλάτος, και είπε: Ποια κατηγορία φέρνετε ενάντια σε τούτο τον άνθρωπο; Tου αποκρίθηκαν και είπαν: Aν αυτός δεν ήταν κακοποιός, δεν θα σου τον παραδίναμε. O Πιλάτος, λοιπόν, είπε προς αυτούς: Πάρτε τον εσείς, και σύμφωνα με τον νόμο σας δικάστε τον. Oι Iουδαίοι, όμως, του είπαν: Eμείς δεν έχουμε εξουσία να θανατώσουμε κανέναν. Για να εκπληρωθεί ο λόγος τού Iησού, που είπε, δείχνοντας με ποιον θάνατο επρόκειτο να πεθάνει. O Πιλάτος μπήκε, λοιπόν, πάλι μέσα στο πραιτώριο, και φώναξε τον Iησού, και του είπε: Eσύ είσαι ο βασιλιάς των Iουδαίων; O Iησούς αποκρίθηκε σ’ αυτόν: Aπό μόνος σου το λες εσύ αυτό ή άλλοι σού είπαν για μένα; O Πιλάτος αποκρίθηκε: Mήπως εγώ είμαι Iουδαίος; Tο δικό σου το έθνος και οι αρχιερείς σε παρέδωσαν σε μένα· τι έκανες; O Iησούς αποκρίθηκε: H δική μου βασιλεία δεν είναι από τούτο τον κόσμο· αν η δική μου βασιλεία ήταν από τούτο τον κόσμο, οι υπηρέτες μου θα αγωνίζονταν, για να μη παραδοθώ στους Iουδαίους· τώρα, όμως, η δική μου βασιλεία δεν είναι από εδώ. Kαι ο Πιλάτος τού είπε: Λοιπόν, βασιλιάς είσαι εσύ; O Iησούς αποκρίθηκε: Eσύ λες, ότι βασιλιάς είμαι εγώ. Eγώ γι’ αυτό γεννήθηκα, και γι’ αυτό ήρθα στον κόσμο, προκειμένου να δώσω μαρτυρία για την αλήθεια. Kαθένας που είναι από την αλήθεια, ακούει τη φωνή μου. O Πιλάτος λέει σ’ αυτόν: Tι είναι αλήθεια; Kαι μόλις το είπε αυτό, βγήκε πάλι έξω προς τους Iουδαίους, και τους λέει: Eγώ δεν βρίσκω σ’ αυτόν κανένα έγκλημα· είναι, μάλιστα, συνήθεια σε σας, να σας απολύσω έναν κατά το Πάσχα· θέλετε, λοιπόν, να σας απολύσω τον βασιλιά των Iουδαίων; Όλοι, λοιπόν, κραύγασαν ξανά, λέγοντας: Όχι τούτον· αλλά, τον Bαραββά. Oδε Bαραββάς ήταν ληστής.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 18:1-40 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

Όταν τέλειωσε την προσευχή του ο Ιησούς, βγήκε μαζί με τους μαθητές του και πήγαν στην απέναντι πλευρά του χειμάρρου των Κέδρων. Εκεί ήταν ένας κήπος, όπου μπήκε ο Ιησούς και οι μαθητές του. Αυτόν τον τόπο τον ήξερε κι ο Ιούδας, αυτός που τον πρόδωσε, γιατί πολλές φορές πήγαινε εκεί ο Ιησούς με τους μαθητές του. Έρχεται, λοιπόν, εκεί ο Ιούδας με Ρωμαίους στρατιώτες και φρουρούς του ναού, που του έδωσαν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι. Ήταν οπλισμένοι και κρατούσαν δαυλούς και λυχνάρια στα χέρια τους. Ο Ιησούς τα ήξερε όλα όσα τον περίμεναν· προχώρησε λοιπόν προς το μέρος τους και τους ρωτάει: «Ποιον γυρεύετε;» «Τον Ιησού από τη Ναζαρέτ», του αποκρίνονται. Τους λέει ο Ιησούς: «Εγώ είμαι». Ο Ιούδας που τον είχε προδώσει στεκόταν κι αυτός εκεί ανάμεσά τους. Μόλις, λοιπόν, τους είπε ο Ιησούς «εγώ είμαι», πισωδρόμησαν κι έπεσαν καταγής. Τότε τους ρώτησε πάλι: «Ποιον γυρεύετε;» Κι αυτοί είπαν: «Τον Ιησού από τη Ναζαρέτ». «Σας είπα ότι εγώ είμαι», τους αποκρίθηκε ο Ιησούς· «αν, λοιπόν, γυρεύετε εμένα, αφήστε τους αυτούς να φύγουν». Έτσι εκπληρώθηκε ο λόγος που είχε πει: «Δεν άφησα να χαθεί ούτε ένας απ’ αυτούς που μου εμπιστεύτηκες». Ο Σίμων Πέτρος είχε ένα μαχαίρι· το τραβάει, χτυπάει το δούλο του αρχιερέα και του κόβει το δεξί αυτί. Το όνομα του δούλου ήταν Μάλχος. Τότε ο Ιησούς είπε στον Πέτρο: «Βάλε το μαχαίρι στη θήκη. Θέλεις να μην πιω το ποτήρι που όρισε ο Πατέρας για μένα;» Οι στρατιώτες με το χιλίαρχο και οι Ιουδαίοι φρουροί συνέλαβαν τότε τον Ιησού, τον έδεσαν και τον έφεραν πρώτα στον Άννα. Αυτός ήταν πεθερός του Καϊάφα, που είχε για κείνη τη χρονιά το αξίωμα του αρχιερέα. Ο Καϊάφας ήταν εκείνος που είχε δώσει τη συμβουλή στους Ιουδαίους άρχοντες, ότι συμφέρει να πεθάνει ένας άνθρωπος για το καλό ολόκληρου του λαού. Ο Σίμων Πέτρος κι ένας άλλος μαθητής ακολουθούσαν τον Ιησού. Αυτός ο άλλος μαθητής ήταν γνωστός του αρχιερέα κι έτσι μπήκε μαζί με τον Ιησού στην αυλή του αρχιερέα. Ο Πέτρος όμως στεκόταν απ’ έξω, κοντά στην πόρτα. Βγήκε, λοιπόν, εκείνος ο άλλος μαθητής ο γνωστός του αρχιερέα, μίλησε στη θυρωρό, κι εκείνη άφησε τον Πέτρο να μπει. Ρωτάει τότε τον Πέτρο η νεαρή υπηρέτρια, η θυρωρός: «Μήπως είσαι κι εσύ από τους μαθητές αυτού του ανθρώπου;» Λέει εκείνος: «Όχι, δεν είμαι». Εκεί στέκονταν οι δούλοι και οι φρουροί και, επειδή έκανε κρύο, είχαν ανάψει φωτιά και ζεσταίνονταν. Ήταν κι ο Πέτρος μαζί τους· στεκόταν κι αυτός και ζεσταινόταν. Ο αρχιερέας έκανε ερωτήσεις στον Ιησού για τους μαθητές του και για τη διδασκαλία του. Ο Ιησούς του απάντησε: «Εγώ μίλησα φανερά στον κόσμο. Μιλούσα πάντοτε στις συναγωγές και στο ναό, όπου μαζεύονταν πάντοτε οι Ιουδαίοι· κρυφά δε δίδαξα τίποτε. Τι ρωτάς εμένα; Ρώτησε αυτούς που άκουσαν τι τους είπα. Αυτοί ξέρουν εγώ τι είπα». Μόλις είπε αυτά τα λόγια, ένας από τους φρουρούς, που ήταν εκεί κοντά, έδωσε ένα ράπισμα στον Ιησού και του είπε: «Έτσι απαντάς στον αρχιερέα;» «Αν είπα κάτι κακό», του απάντησε ο Ιησούς, «πες ποιο ήταν αυτό· αν όμως μίλησα σωστά, γιατί με χτυπάς;» Τότε ο Άννας έστειλε τον Ιησού δεμένο στον αρχιερέα Καϊάφα. Εκεί, λοιπόν, που ο Σίμων Πέτρος στεκόταν και ζεσταινόταν, του λένε: «Μήπως είσαι κι εσύ από τους μαθητές εκείνου;» Αυτός αρνήθηκε και είπε: «Δεν είμαι». Λέει ένας από τους δούλους του αρχιερέα, συγγενής εκείνου που του έκοψε ο Πέτρος το αυτί: «Δε σε είδα εγώ στον κήπο μαζί του;» Ο Πέτρος πάλι αρνήθηκε, κι αμέσως τότε λάλησε ένας πετεινός. Μετά οδήγησαν τον Ιησού από το σπίτι του Καϊάφα στο πραιτώριο. Ήταν νωρίς το πρωί. Οι Ιουδαίοι όμως δεν μπήκαν στο πραιτώριο για να μη βεβηλωθούν, αλλά να φάνε το Πάσχα καθαροί. Ο Πιλάτος βγήκε έξω και τους λέει: «Για ποιο αδίκημα κατηγορείτε αυτόν τον άνθρωπο;» Του αποκρίθηκαν: «Αν δεν ήταν κακοποιός, δε θα τον παραδίναμε σ’ εσένα». Τους λέει τότε ο Πιλάτος: «Πάρτε τον εσείς και δικάστε τον σύμφωνα με το νόμο σας». Του λένε οι Ιουδαίοι: «Σ’ εμάς δεν επιτρέπεται να επιβάλουμε ποινή θανάτου σε κανέναν». Έτσι εκπληρώθηκε ο λόγος που είχε πει ο Ιησούς, δηλώνοντας με τι είδους θάνατο θα πέθαινε. Ο Πιλάτος μπήκε πάλι μέσα στο πραιτώριο, διέταξε να φέρουν τον Ιησού και τον ρώτησε: «Εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;» Ο Ιησούς αποκρίθηκε: «Το ρωτάς αυτό από μόνος σου ή σου έχουν μιλήσει άλλοι για μένα;» «Μήπως εγώ είμαι Ιουδαίος;» του απάντησε ο Πιλάτος· «ο λαός ο δικός σου και οι αρχιερείς σε παρέδωσαν σ’ εμένα· τι έκανες, λοιπόν;» Ο Ιησούς απάντησε: «Η δική μου βασιλεία δεν προέρχεται απ’ αυτόν τον κόσμο· αν η βασιλεία μου προερχόταν απ’ αυτόν τον κόσμο, οι στρατιώτες μου θα αγωνίζονταν να μην πέσω στα χέρια των Ιουδαίων αρχόντων. Αλλά η δική μου βασιλεία δεν προέρχεται από ’δω». Του λέει τότε ο Πιλάτος: «Είσαι, λοιπόν, βασιλιάς;» «Ναι, είμαι βασιλιάς, όπως το λες», αποκρίθηκε ο Ιησούς. «Εγώ γι’ αυτό γεννήθηκα και γι’ αυτό ήρθα στον κόσμο, για να φανερώσω την αλήθεια· όποιος αγαπάει την αλήθεια καταλαβαίνει τα λόγια μου». Του λέει ο Πιλάτος: «Και τι είναι αλήθεια;» Όταν το είπε αυτό, βγήκε πάλι έξω στους Ιουδαίους και τους λέει: «Εγώ δεν βρίσκω κανένα λόγο για να τον καταδικάσω. Άλλωστε, υπάρχει μια συνήθεια σ’ εσάς, να ελευθερώνω για χάρη σας έναν υπόδικο στη γιορτή του Πάσχα. Θέλετε, λοιπόν, να σας ελευθερώσω το βασιλιά των Ιουδαίων;» Όλοι όμως άρχισαν να φωνάζουν πάλι και να λένε: «Όχι αυτόν! Το Βαραββά!» Κι ήταν ο Βαραββάς ληστής.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 18:1-40 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)

Όταν τέλειωσε την προσευχή του ο Ιησούς, βγήκε μαζί με τους μαθητές του και πήγαν στην απέναντι πλευρά του χειμάρρου των Κέδρων. Εκεί ήταν ένας κήπος, όπου μπήκε ο Ιησούς και οι μαθητές του. Αυτόν τον τόπο τον ήξερε κι ο Ιούδας, αυτός που τον πρόδωσε, γιατί πολλές φορές πήγαινε εκεί ο Ιησούς με τους μαθητές του. Έρχεται, λοιπόν, εκεί ο Ιούδας με Ρωμαίους στρατιώτες και φρουρούς του ναού, που του έδωσαν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι. Ήταν οπλισμένοι και κρατούσαν δαυλούς και λυχνάρια στα χέρια τους. Ο Ιησούς τα ήξερε όλα όσα τον περίμεναν· προχώρησε λοιπόν προς το μέρος τους και τους ρωτάει: «Ποιον γυρεύετε;» «Τον Ιησού από τη Ναζαρέτ», του αποκρίνονται. Τους λέει ο Ιησούς: «Εγώ είμαι». Ο Ιούδας που τον είχε προδώσει στεκόταν κι αυτός εκεί ανάμεσά τους. Μόλις, λοιπόν, τους είπε ο Ιησούς «εγώ είμαι», πισωδρόμησαν κι έπεσαν καταγής. Τότε τους ρώτησε πάλι: «Ποιον γυρεύετε;» Κι αυτοί είπαν: «Τον Ιησού από τη Ναζαρέτ». «Σας είπα ότι εγώ είμαι», τους αποκρίθηκε ο Ιησούς· «αν, λοιπόν, γυρεύετε εμένα, αφήστε τους αυτούς να φύγουν». Έτσι εκπληρώθηκε ο λόγος που είχε πει: «Δεν άφησα να χαθεί ούτε ένας απ’ αυτούς που μου εμπιστεύτηκες». Ο Σίμων Πέτρος είχε ένα μαχαίρι· το τραβάει, χτυπάει το δούλο του αρχιερέα και του κόβει το δεξί αυτί. Το όνομα του δούλου ήταν Μάλχος. Τότε ο Ιησούς είπε στον Πέτρο: «Βάλε το μαχαίρι στη θήκη. Θέλεις να μην πιω το ποτήρι που όρισε ο Πατέρας για μένα;» Οι στρατιώτες με το χιλίαρχο και οι Ιουδαίοι φρουροί συνέλαβαν τότε τον Ιησού, τον έδεσαν και τον έφεραν πρώτα στον Άννα. Αυτός ήταν πεθερός του Καϊάφα, που είχε για κείνη τη χρονιά το αξίωμα του αρχιερέα. Ο Καϊάφας ήταν εκείνος που είχε δώσει τη συμβουλή στους Ιουδαίους άρχοντες, ότι συμφέρει να πεθάνει ένας άνθρωπος για το καλό ολόκληρου του λαού. Ο Σίμων Πέτρος κι ένας άλλος μαθητής ακολουθούσαν τον Ιησού. Αυτός ο άλλος μαθητής ήταν γνωστός του αρχιερέα κι έτσι μπήκε μαζί με τον Ιησού στην αυλή του αρχιερέα. Ο Πέτρος όμως στεκόταν απ’ έξω, κοντά στην πόρτα. Βγήκε, λοιπόν, εκείνος ο άλλος μαθητής ο γνωστός του αρχιερέα, μίλησε στη θυρωρό, κι εκείνη άφησε τον Πέτρο να μπει. Ρωτάει τότε τον Πέτρο η νεαρή υπηρέτρια, η θυρωρός: «Μήπως είσαι κι εσύ από τους μαθητές αυτού του ανθρώπου;» Λέει εκείνος: «Όχι, δεν είμαι». Εκεί στέκονταν οι δούλοι και οι φρουροί και, επειδή έκανε κρύο, είχαν ανάψει φωτιά και ζεσταίνονταν. Ήταν κι ο Πέτρος μαζί τους· στεκόταν κι αυτός και ζεσταινόταν. Ο αρχιερέας έκανε ερωτήσεις στον Ιησού για τους μαθητές του και για τη διδασκαλία του. Ο Ιησούς του απάντησε: «Εγώ μίλησα φανερά στον κόσμο. Μιλούσα πάντοτε στις συναγωγές και στο ναό, όπου μαζεύονταν πάντοτε οι Ιουδαίοι· κρυφά δε δίδαξα τίποτε. Τι ρωτάς εμένα; Ρώτησε αυτούς που άκουσαν τι τους είπα. Αυτοί ξέρουν εγώ τι είπα». Μόλις είπε αυτά τα λόγια, ένας από τους φρουρούς, που ήταν εκεί κοντά, έδωσε ένα ράπισμα στον Ιησού και του είπε: «Έτσι απαντάς στον αρχιερέα;» «Αν είπα κάτι κακό», του απάντησε ο Ιησούς, «πες ποιο ήταν αυτό· αν όμως μίλησα σωστά, γιατί με χτυπάς;» Τότε ο Άννας έστειλε τον Ιησού δεμένο στον αρχιερέα Καϊάφα. Εκεί, λοιπόν, που ο Σίμων Πέτρος στεκόταν και ζεσταινόταν, του λένε: «Μήπως είσαι κι εσύ από τους μαθητές εκείνου;» Αυτός αρνήθηκε και είπε: «Δεν είμαι». Λέει ένας από τους δούλους του αρχιερέα, συγγενής εκείνου που του έκοψε ο Πέτρος το αυτί: «Δε σε είδα εγώ στον κήπο μαζί του;» Ο Πέτρος πάλι αρνήθηκε, κι αμέσως τότε λάλησε ένας πετεινός. Μετά οδήγησαν τον Ιησού από το σπίτι του Καϊάφα στο πραιτώριο. Ήταν νωρίς το πρωί. Οι Ιουδαίοι όμως δεν μπήκαν στο πραιτώριο για να μη βεβηλωθούν, αλλά να φάνε το Πάσχα καθαροί. Ο Πιλάτος βγήκε έξω και τους λέει: «Για ποιο αδίκημα κατηγορείτε αυτόν τον άνθρωπο;» Του αποκρίθηκαν: «Αν δεν ήταν κακοποιός, δε θα τον παραδίναμε σ’ εσένα». Τους λέει τότε ο Πιλάτος: «Πάρτε τον εσείς και δικάστε τον σύμφωνα με το νόμο σας». Του λένε οι Ιουδαίοι: «Σ’ εμάς δεν επιτρέπεται να επιβάλουμε ποινή θανάτου σε κανέναν». Έτσι εκπληρώθηκε ο λόγος που είχε πει ο Ιησούς, δηλώνοντας με τι είδους θάνατο θα πέθαινε. Ο Πιλάτος μπήκε πάλι μέσα στο πραιτώριο, διέταξε να φέρουν τον Ιησού και τον ρώτησε: «Εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;» Ο Ιησούς αποκρίθηκε: «Το ρωτάς αυτό από μόνος σου ή σου έχουν μιλήσει άλλοι για μένα;» «Μήπως εγώ είμαι Ιουδαίος;» του απάντησε ο Πιλάτος· «ο λαός ο δικός σου και οι αρχιερείς σε παρέδωσαν σ’ εμένα· τι έκανες, λοιπόν;» Ο Ιησούς απάντησε: «Η δική μου βασιλεία δεν προέρχεται απ’ αυτόν τον κόσμο· αν η βασιλεία μου προερχόταν απ’ αυτόν τον κόσμο, οι στρατιώτες μου θα αγωνίζονταν να μην πέσω στα χέρια των Ιουδαίων αρχόντων. Αλλά η δική μου βασιλεία δεν προέρχεται από ’δω». Του λέει τότε ο Πιλάτος: «Είσαι, λοιπόν, βασιλιάς;» «Ναι, είμαι βασιλιάς, όπως το λες», αποκρίθηκε ο Ιησούς. «Εγώ γι’ αυτό γεννήθηκα και γι’ αυτό ήρθα στον κόσμο, για να φανερώσω την αλήθεια· όποιος αγαπάει την αλήθεια καταλαβαίνει τα λόγια μου». Του λέει ο Πιλάτος: «Και τι είναι αλήθεια;» Όταν το είπε αυτό, βγήκε πάλι έξω στους Ιουδαίους και τους λέει: «Εγώ δεν βρίσκω κανένα λόγο για να τον καταδικάσω. Άλλωστε, υπάρχει μια συνήθεια σ’ εσάς, να ελευθερώνω για χάρη σας έναν υπόδικο στη γιορτή του Πάσχα. Θέλετε, λοιπόν, να σας ελευθερώσω το βασιλιά των Ιουδαίων;» Όλοι όμως άρχισαν να φωνάζουν πάλι και να λένε: «Όχι αυτόν! Το Βαραββά!» Κι ήταν ο Βαραββάς ληστής.