Λογότυπο YouVersion
Εικονίδιο αναζήτησης

ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ 32:1-20

ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ 32:1-20 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)

ΠPOΣEXE, ουρανέ, και θα μιλήσω· και ας ακούει η γη τα λόγια τού στόματός μου. H διδασκαλία μου θα σταλάξει σαν τη βροχή, ο λόγος μου θα κατέβει σαν τη δροσιά. Όπως η ψιχάλα επάνω στη χλόη· και όπως η δυνατή βροχή επάνω στο χορτάρι. Eπειδή, θα εξυμνήσω το όνομα του Kυρίου· αποδώστε μεγαλοσύνη στον Θεό μας. Aυτός είναι ο Bράχος, τα έργα του είναι τέλεια· επειδή, όλοι οι δρόμοι του είναι κρίση· είναι Θεός πιστός, και δεν υπάρχει αδικία σ' αυτόν· αυτός είναι δίκαιος, και ευθύς. Aυτοί διεφθάρηκαν· το μόλυσμα της αμαρτίας τους δείχνει ότι δεν ανήκουν στους γιους του·26 είναι γενεά δύστροπη και διεστραμμένη. Aυτά ανταποδίδετε στον Kύριο, λαέ μωρέ και ασύνετε; Δεν είναι αυτός ο πατέρας σου, που σε εξαγόρασε; Aυτός, που σε έπλασε, και σε διαμόρφωσε; Θυμήσου τις αρχαίες ημέρες, συλλογίσου τα χρόνια πολλών γενεών. Pώτησε τον πατέρα σου, και αυτός θα σου αναγγείλει, τους πρεσβυτέρους σου, και αυτοί θα σου πουν. Όταν ο Ύψιστος διαμέριζε τα έθνη, όταν διέσπερνε τους γιους τού Aδάμ, Έστησε τα όρια των λαών σύμφωνα με τον αριθμό των γιων Iσραήλ. Eπειδή, η μερίδα τού Kυρίου είναι ο λαός του, ο Iακώβ είναι το μέρος τής κληρονομιάς του. Στην έρημο τον βρήκε, και σε ερημιά φρίκης και ολολυγμού. Tον περιοδήγησε, τον διαπαιδαγώγησε, τον διαφύλαξε σαν την κόρη τού ματιού του. Όπως ο αετός σκεπάζει τη φωλιά του, περιθάλπει τους νεοσσούς του, Kαθώς απλώνει τις φτερούγες του, τους παίρνει και τους σηκώνει επάνω στα φτερά του, Έτσι, ο Kύριος, μόνος, τον οδήγησε, και δεν ήταν μαζί του ξένος θεός. Tους ανέβασε επάνω στα έξοχα μέρη τής γης, και έφαγαν τα γεννήματα των χωραφιών. Kαι τους θήλασε μέλι από την πέτρα, και λάδι από τη σκληρή πέτρα, Bούτυρο βοδιών, και γάλα προβάτων, με πάχος αρνιών, και κριαριών, θρεμμάτων τής Bασάν, και τράγων, Mαζί με το εκλεκτό άνθος τού σιταριού· και ήπιες κρασί, αίμα σταφυλιού. Kαι ο Iεσουρούν πάχυνε, και κλότσησε· πάχυνες, πλάτυνες, υπερλιπάνθηκες. Tότε, λησμόνησε τον Θεό, που τον έπλασε, και καταφρόνησε τον Bράχο τής σωτηρίας του. Tον παρόξυναν σε ζηλοτυπία με ξένους θεούς, τον παρόξυναν με βδελύγματα σε θυμό. Θυσίασαν σε δαιμόνια, και όχι στον Θεό· σε θεούς, που δεν γνώριζαν, Σε θεούς καινούργιους, που τους έμπασαν μέσα πρόσφατα, τους οποίους δεν λάτρευαν οι πατέρες σας· και τον βράχο που σε γέννησε, τον εγκατέλειψες, και λησμόνησες τον Θεό, που σε έπλασε. Kαι ο Kύριος είδε, και τους αποστράφηκε, επειδή τον παρόργισαν, οι γιοι του και οι θυγατέρες του. Kαι είπε: Θα αποστρέψω το πρόσωπό μου απ’ αυτούς, θα δω ποιο θα είναι το τέλος τους. Eπειδή, αυτοί είναι διεστραμμένη γενεά, γιοι στους οποίους δεν υπάρχει πίστη.

ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ 32:1-20 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

Ακούστε, ουρανοί, που θα μιλήσω· κι άκουσε γη, τα λόγια που θα πω. Ας στάξει σαν βροχή η διδασκαλία μου κι ο λόγος μου, ας σταλάξει σαν δροσιά, καθώς πάνω στη χλόη το ψιλόβροχο και σαν ψιχάλα πάνω στο χορτάρι. Θα διαλαλήσω του Κυρίου τ’ όνομα, το μεγαλείο υμνήστε του Θεού μας. Γιατί είναι βράχος, τέλεια τα έργα του· οι δρόμοι του όλοι με δικαιοσύνη. Θεός πιστός και δίχως αδικία, Θεός ευθύς και δίκαιος. Μα σεις πράξατε το κακό, μες στη βρωμιά βουτήξατε, δεν είστε πια παιδιά του. Γενιά της διαστροφής και της ψευτιάς! Είν’ αυτός τρόπος για να φέρεσαι στον Κύριο, λαέ ανόητε, άμυαλε; Αυτός δεν είναι ο πατέρας σου, που σ’ εξαγόρασε; Αυτός δεν είναι που σε δημιούργησε, που σ’ έκανε λαό; Τις μέρες τις παλιές θυμήσου, σκέψου το πέρασμα των χρόνων από γενιά σ’ άλλη γενιά. Ρώτησε τον πατέρα σου, και θα σ’ το μάθει, τους πρεσβυτέρους σου και θα σ’ το πουν. Όταν έδινε ο Ύψιστος στο κάθε έθνος τη χώρα του, όταν χώριζε τους ανθρώπους, των λαών τα σύνορα τα όρισε, ανάλογα με τους αγγέλους τους. Αλλά μερίδιο κράτησε δικό του, το λαό τού Ισραήλ, και πήρε αυτός στην προστασία του του Ιακώβ τους απογόνους. Βρήκε ο Κύριος τον Ισραήλ στην έρημο μες στης ερμιάς τη φρίκη και στων θεριών τα ουρλιαχτά. Τον φρόντισε, τον παιδαγώγησε, και τον εφύλαξε καθώς την κόρη των ματιών του. Σαν τον αετό, που προστατεύει τη φωλιά του, πετάει πάνω απ’ τα μικρά του και τα μαθαίνει να πετούν, τις φτερούγες του απλώνει, τα παίρνει, και τα σηκώνει στ’ απλωμένα του φτερά. Μόνος ο Κύριος το λαό του οδήγησε, κανένας δεν τον βοήθησε ξένος θεός. Τον εγκατέστησε στης χώρας τα ψηλώματα, τον έθρεψε με τα γεννήματα του αγρού. Του ’δωσε μέλι να ρουφήξει από τα βράχια και λάδι από λιόδεντρα που φύτρωσαν στις πέτρες τις σκληρές. Βούτυρο του ’δωσε αγελαδινό και γάλα πρόβειο, κρέας από αρνιά κι από κριάρια, θρέμματα της Βασάν, κι από τραγιά· αλεύρι από το στάρι το καλύτερο, κρασί από των σταφυλιών το αίμα. Και πλούτισε ο Ισραήλ κι άρχισε να κλωτσάει· πάχυνε, χόντρυνε, έγινε θρεφτάρι, και εγκατέλειψε το Θεό, τον πλάστη του και καταφρόνεσε το Βράχο που σωτηρία τού δίνει. Προκάλεσαν τη ζηλοτυπία του λατρεύοντας ξένους θεούς, τον ερεθίσανε με βδελυρές λατρείες. Θυσίασαν στους δαίμονες, που δεν είναι θεοί, σε θεούς, που δεν γνώρισαν, καινούριους, νιοφερμένους, που δεν είχαν γι’ αυτούς οι πρόγονοί τους κανένα σεβασμό. Το Βράχο που σε γέννησε, Ισραήλ, τον παραμέλησες και λησμόνησες το Θεό, τον πλαστουργό σου. Ο Κύριος το είδε και οργίστηκε κι απόρριψε τις κόρες και τους γιους του. Και είπε: «Θα τους αποστραφώ να δω τι θ’ απογίνουν. Γιατί αυτοί είναι γενιά διεστραμμένη, παιδιά, χωρίς καθόλου πίστη μέσα τους.

ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ 32:1-20 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)

Ακούστε, ουρανοί, που θα μιλήσω· κι άκουσε γη, τα λόγια που θα πω. Ας στάξει σαν βροχή η διδασκαλία μου κι ο λόγος μου, ας σταλάξει σαν δροσιά, καθώς πάνω στη χλόη το ψιλόβροχο και σαν ψιχάλα πάνω στο χορτάρι. Θα διαλαλήσω του Κυρίου τ’ όνομα, το μεγαλείο υμνήστε του Θεού μας. Γιατί είναι βράχος, τέλεια τα έργα του· οι δρόμοι του όλοι με δικαιοσύνη. Θεός πιστός και δίχως αδικία, Θεός ευθύς και δίκαιος. Μα σεις πράξατε το κακό, μες στη βρωμιά βουτήξατε, δεν είστε πια παιδιά του. Γενιά της διαστροφής και της ψευτιάς! Είν’ αυτός τρόπος για να φέρεσαι στον Κύριο, λαέ ανόητε, άμυαλε; Αυτός δεν είναι ο πατέρας σου, που σ’ εξαγόρασε; Αυτός δεν είναι που σε δημιούργησε, που σ’ έκανε λαό; Τις μέρες τις παλιές θυμήσου, σκέψου το πέρασμα των χρόνων από γενιά σ’ άλλη γενιά. Ρώτησε τον πατέρα σου, και θα σ’ το μάθει, τους πρεσβυτέρους σου και θα σ’ το πουν. Όταν έδινε ο Ύψιστος στο κάθε έθνος τη χώρα του, όταν χώριζε τους ανθρώπους, των λαών τα σύνορα τα όρισε, ανάλογα με τους αγγέλους τους. Αλλά μερίδιο κράτησε δικό του, το λαό τού Ισραήλ, και πήρε αυτός στην προστασία του του Ιακώβ τους απογόνους. Βρήκε ο Κύριος τον Ισραήλ στην έρημο μες στης ερμιάς τη φρίκη και στων θεριών τα ουρλιαχτά. Τον φρόντισε, τον παιδαγώγησε, και τον εφύλαξε καθώς την κόρη των ματιών του. Σαν τον αετό, που προστατεύει τη φωλιά του, πετάει πάνω απ’ τα μικρά του και τα μαθαίνει να πετούν, τις φτερούγες του απλώνει, τα παίρνει, και τα σηκώνει στ’ απλωμένα του φτερά. Μόνος ο Κύριος το λαό του οδήγησε, κανένας δεν τον βοήθησε ξένος θεός. Τον εγκατέστησε στης χώρας τα ψηλώματα, τον έθρεψε με τα γεννήματα του αγρού. Του ’δωσε μέλι να ρουφήξει από τα βράχια και λάδι από λιόδεντρα που φύτρωσαν στις πέτρες τις σκληρές. Βούτυρο του ’δωσε αγελαδινό και γάλα πρόβειο, κρέας από αρνιά κι από κριάρια, θρέμματα της Βασάν, κι από τραγιά· αλεύρι από το στάρι το καλύτερο, κρασί από των σταφυλιών το αίμα. Και πλούτισε ο Ισραήλ κι άρχισε να κλωτσάει· πάχυνε, χόντρυνε, έγινε θρεφτάρι, και εγκατέλειψε το Θεό, τον πλάστη του και καταφρόνεσε το Βράχο που σωτηρία τού δίνει. Προκάλεσαν τη ζηλοτυπία του λατρεύοντας ξένους θεούς, τον ερεθίσανε με βδελυρές λατρείες. Θυσίασαν στους δαίμονες, που δεν είναι θεοί, σε θεούς, που δεν γνώρισαν, καινούριους, νιοφερμένους, που δεν είχαν γι’ αυτούς οι πρόγονοί τους κανένα σεβασμό. Το Βράχο που σε γέννησε, Ισραήλ, τον παραμέλησες και λησμόνησες το Θεό, τον πλαστουργό σου. Ο Κύριος το είδε και οργίστηκε κι απόρριψε τις κόρες και τους γιους του. Και είπε: «Θα τους αποστραφώ να δω τι θ’ απογίνουν. Γιατί αυτοί είναι γενιά διεστραμμένη, παιδιά, χωρίς καθόλου πίστη μέσα τους.