ΔΑΝΙΗΛ 5:1-6
ΔΑΝΙΗΛ 5:1-6 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)
O BAΣIΛIAΣ Bαλτάσαρ έκανε ένα μεγάλο συμπόσιο σε χίλιους από τους μεγιστάνες του, και έπινε κρασί μπροστά στους χίλιους. Kαι στη γεύση τού κρασιού, ο Bαλτάσαρ πρόσταξε να φέρουν τα σκεύη τα χρυσά και τα ασημένια, που ο πατέρας του ο Nαβουχοδονόσορας είχε αφαιρέσει από τον ναό στην Iερουσαλήμ, για να πιουν μ’ αυτά ο βασιλιάς και οι μεγιστάνες του, οι γυναίκες του, και οι παλλακές του. Kαι φέρθηκαν τα σκεύη τα χρυσά, που είχαν αφαιρεθεί από τον ναό τού οίκου τού Θεού, που ήταν στην Iερουσαλήμ· και έπιναν μ’ αυτά ο βασιλιάς και οι μεγιστάνες του, και οι γυναίκες του, και οι παλλακές του. Éπιναν κρασί, και αίνεσαν τους θεούς τούς χρυσούς, και ασημένιους, τους χάλκινους, τους σιδερένιους, τους ξύλινους, και τους πέτρινους. Kαι κατά την ίδια ώρα πρόβαλαν δάχτυλα από χέρι ανθρώπου, και έγραψαν απέναντι από τη λυχνία, επάνω στο κονίαμα του τοίχου τού παλατιού τού βασιλιά· και ο βασιλιάς έβλεπε την παλάμη τού χεριού, η οποία έγραψε. Tότε, η όψη τού βασιλιά αλλοιώθηκε, και οι συλλογισμοί του τον συντάραζαν, ώστε οι σύνδεσμοι της οσφύος του διαλύονταν, και τα γόνατά του συγκρούονταν.
ΔΑΝΙΗΛ 5:1-6 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)
Κάποτε ο βασιλιάς Βαλτάσαρ παρέθεσε μεγάλο δείπνο σε χίλιους μεγιστάνες του για να πιει μαζί τους κρασί. Όταν άρχισε να πίνει, διέταξε να φέρουν τα χρυσά και τα ασημένια σκεύη, που ο πατέρας του ο Ναβουχοδονόσορ είχε αρπάξει από το ναό της Ιερουσαλήμ, για να πιουν μ’ αυτά ο ίδιος, οι μεγιστάνες του, οι γυναίκες του και οι παλλακίδες του. Έφεραν λοιπόν τα σκεύη που είχαν αφαιρεθεί από το ναό, από τον οίκο του Θεού στην Ιερουσαλήμ· και έπιναν σ’ αυτά ο βασιλιάς κι όλοι οι συνδαιτυμόνες. Έπιναν κρασί και υμνούσαν τους θεούς τους, τους καμωμένους από χρυσάφι, ασήμι, χαλκό, σίδερο, ξύλα και πέτρες. Εκείνη την ώρα παρουσιάστηκε ένα ανθρώπινο χέρι πλάι στη λυχνία κι άρχισε κάτι να γράφει πάνω στην αμμοκονία του τοίχου του παλατιού. Όταν ο βασιλιάς είδε το χέρι που έγραφε, το πρόσωπό του χλώμιασε και οι σκέψεις του τον κατατρόμαξαν· παρέλυσε ολόκληρος και τα γόνατά του άρχισαν να τρέμουν.