Στου συμποσίου μ’ έφερε τα δώματα
κι η αγάπη του φλάμπουρο πάνωθέ μου.
Με τόνωσε με σταφιδόψωμα
και με ζωντάνεψε με μήλα,
γιατί πεθαίνω απ’ της αγάπης την πληγή.
Το αριστερό του χέρι κάτω απ’ το κεφάλι μου
και το δεξί του με κρατάει στην αγκαλιά του.
Σας εξορκίζω, κόρες της Ιερουσαλήμ,
σ’ όσα ζαρκάδια κι ελαφίνες έχει ο κάμπος,
μην την ταράξτε, μην αναστατώστε την αγάπη μας,
ώσπου μονάχη της να το θελήσει.
Ακούω τον αγαπημένο μου! Νάτος που έρχεται
πηδώντας πάνω απ’ τα βουνά,
τρέχοντας πάνω από τους λόφους.
Ζαρκάδι μοιάζει ο αγαπημένος μου,
μοιάζει μικρό ελαφόπουλο.
Νάτος που στέκεται έξω απ’ το σπίτι μας,
κοιτάει απ’ το παράθυρο,
ρίχνει ματιές απ’ το καφασωτό.
Ο αγαπημένος μου μιλάει και μου λέει:
«Σήκω αγαπημένη μου,
πανέμορφή μου, έλα.
Γιατί ο χειμώνας, κοίτα, πέρασε,
οι βροχές φύγανε, διαβήκαν.
Τ’ άνθη προβάλλουνε στη γη,
του τραγουδιού έφτασε η ώρα,
και της τρυγόνας μες στους κάμπους μας
ακούγεται η φωνή.
Τον πρώτο της καρπό δένει η συκιά
κι ευωδιές χύνουν τ’ ανθισμένα αμπέλια.
Σήκω, αγαπημένη μου,
πανέμορφή μου, έλα.
Κρυμμένη περιστέρα μου
στη σχισματιά του βράχου,
στη χαραμάδα του γκρεμού,
το πρόσωπό σου δείξε μου
κι άσε ν’ ακούσω τη φωνή σου,
γιατί γλυκιά σου είν’ η φωνή
και θελκτική σου η όψη».
Πιάστε μας τις αλεπούδες,
τις μικρές αλεπουδίτσες,
που αφανίζουνε τ’ αμπέλια μας
τώρα που είναι πάνω στον ανθό τους.
Δικός μου ο αγαπημένος μου
κι εγώ είμαι δική του,
στα κρίνα ανάμεσα βοσκάει το κοπάδι του.