Λογότυπο YouVersion
Εικονίδιο αναζήτησης

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 27:27-56

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 27:27-56 TGV

Τότε οι στρατιώτες του Πιλάτου πήραν τον Ιησού στο διοικητήριο και μάζεψαν γύρω του όλη τη φρουρά. Του έβγαλαν τα ρούχα και τον έντυσαν με μια κόκκινη χλαίνη. Έπλεξαν ένα στεφάνι από αγκάθια και του το φόρεσαν στο κεφάλι σαν στέμμα, και στο δεξί του χέρι τού έβαλαν ένα καλάμι. Ύστερα γονάτισαν μπροστά του και του έλεγαν περιπαιχτικά: «Ζήτω ο βασιλιάς των Ιουδαίων!» Έπειτα τον έφτυσαν, του πήραν το καλάμι και μ’ αυτό τον χτυπούσαν στο κεφάλι. Αφού τον περιπαίξανε, του έβγαλαν τη χλαίνη, τον έντυσαν με τα ρούχα του και τον πήγαν να τον σταυρώσουν. Βγαίνοντας από το διοικητήριο, οι στρατιώτες βρήκαν κάποιον Σίμωνα από την Κυρήνη και τον αγγάρεψαν να σηκώσει το σταυρό του Ιησού. Έφτασαν έτσι στον τόπο που λέγεται Γολγοθάς –στα ελληνικά το όνομα σημαίνει «Τόπος Κρανίου». Έδωσαν στον Ιησού να πιει ξύδι ανακατεμένο με χολή· όταν όμως το γεύτηκε δεν ήθελε να πιει. Ύστερα τον σταύρωσαν και στη συνέχεια μοιράστηκαν τα ρούχα του ρίχνοντας κλήρο. Και κάθισαν εκεί και τον φύλαγαν. Πάνω από το κεφάλι του έβαλαν μια επιγραφή με την αιτία της καταδίκης: «Αυτός είναι ο Ιησούς, ο βασιλιάς των Ιουδαίων». Δεξιά κι αριστερά του σταυρώθηκαν δυο ληστές. Και οι περαστικοί κουνούσαν ειρωνικά το κεφάλι και τον έβριζαν, λέγοντας: «Εσύ που θα γκρέμιζες το ναό και σε τρεις μέρες θα τον ξανάχτιζες, σώσε τον εαυτό σου, αν είσαι Υιός του Θεού, και κατέβα από το σταυρό». Το ίδιο τον περιπαίζανε και οι αρχιερείς μαζί με τους γραμματείς, τους πρεσβυτέρους και τους Φαρισαίους κι έλεγαν: «Τους άλλους τους έσωσε· τον εαυτό του δεν μπορεί να τον σώσει. Αν είναι ο βασιλιάς του Ισραήλ, ας κατεβεί από το σταυρό, και θα πιστέψουμε σ’ αυτόν. Εμπιστεύτηκε τον εαυτό του στο Θεό, ας τον γλιτώσει λοιπόν τώρα, αν τον θέλει, αφού είπε πως είναι Υιός του Θεού». Το ίδιο κι οι ληστές που είχαν σταυρωθεί μαζί του, τον περιγελούσαν. Από το μεσημέρι ως τις τρεις το απόγευμα έπεσε σκοτάδι σ’ όλη τη γη. Γύρω στις τρεις κραύγασε ο Ιησούς με δυνατή φωνή: «Ηλί ηλί λιμά σαβαχθανί;» δηλαδή, «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;» Μερικοί από τους παρευρισκομένους εκεί σαν τον άκουσαν, έλεγαν: «Αυτός φωνάζει τον Ηλία». Κι αμέσως ένας απ’ αυτούς πήγε και πήρε ένα σφουγγάρι, το βούτηξε στο ξίδι και, αφού το στέριωσε πάνω σ’ ένα καλάμι, του έδωσε να πιει. Οι υπόλοιποι έλεγαν: «Άσε να δούμε αν θα ’ρθει ο Ηλίας να τον σώσει». Ο Ιησούς έβγαλε πάλι μια δυνατή κραυγή και άφησε την τελευταία του πνοή. Τότε το καταπέτασμα του ναού σκίστηκε στα δύο, από πάνω ως κάτω, η γη σείστηκε, έσπασαν οι ταφόπετρες κι άνοιξαν τα μνήματα. Πολλοί άγιοι που είχαν πεθάνει αναστήθηκαν και βγήκαν από τα μνήματα, και μετά την ανάσταση του Ιησού μπήκαν στην άγια πόλη της Ιερουσαλήμ κι εμφανίστηκαν σε πολλούς. Ο Ρωμαίος εκατόνταρχος και οι στρατιώτες που φύλαγαν μαζί του τον Ιησού, όταν είδαν το σεισμό και τ’ άλλα συμβάντα, φοβήθηκαν πάρα πολύ και είπαν: «Στ’ αλήθεια, αυτός ήταν Υιός Θεού». Εκεί βρίσκονταν και πολλές γυναίκες που παρακολουθούσαν από μακριά· ήταν αυτές που ακολούθησαν τον Ιησού από τη Γαλιλαία και τον υπηρετούσαν. Ανάμεσά τους ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και του Ιωσή, και η μητέρα των γιων του Ζεβεδαίου.

Η YouVersion χρησιμοποιεί cookies για να εξατομικεύσει την εμπειρία σας. Χρησιμοποιώντας τον ιστότοπό μας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies όπως περιγράφεται στην πολιτική απορρήτου