YouVersion Logo
Search Icon

ΔΑΝΙΗΛ G Δ

Δ
ΒΗΛ ΚΑΙ ΔΡΑΚΩΝ
Ο Δανιήλ αποκαλύπτει τον Βηλ
14 Όταν πέθανε ο βασιλιάς των Μήδων Αστυάγης, τον διαδέχτηκε στο βασίλειό του ο Κύρος#Ο Κύρος ανέβηκε στο θρόνο των Περσών το 558 π.Χ. και κατέλαβε το βασίλειο των Μήδων το 550 (πρβλ. Εσδ 1:1)., βασιλιάς των Περσών. 15 Ο Δανιήλ ήταν έμπιστος του βασιλιά και ζούσε μαζί του στο παλάτι· ήταν ο πιο ονομαστός απ’ όλους τους άλλους φίλους του. 16 Οι Βαβυλώνιοι είχαν ένα άγαλμα, που τ’ όνομά του ήταν Βηλ, και ξόδευαν σ’ αυτό κάθε μέρα δώδεκα αρτάβες σιμιγδάλι, σαράντα πρόβατα και έξι μετρητές κρασί.#Το Βηλ ήταν ένα από τα ονόματα του Μαρντούκ, βασικού βαβυλωνιακού θεού (πρβλ. Ησ 46:1, Ιερ 50:2· 51:44). – Η αρτάβη (περσική μονάδα χωρητικότητας) ισοδυναμεί με 30 έως 45 κιλά (οι εκτιμήσεις των ειδικών διαφέρουν). – Ο μετρητής (μέτρο υγρών της αρχαίας Αθήνας) ισοδυναμούσε με 39 λίτρες. 17 Ο βασιλιάς λάτρευε αυτό το άγαλμα και πήγαινε κάθε μέρα και το προσκυνούσε.
Ο Δανιήλ, όμως, προσκυνούσε το δικό του Θεό. 18 Μια μέρα ο βασιλιάς τον ρώτησε: «Γιατί εσύ δεν προσκυνάς το Βηλ;» Ο Δανιήλ απάντησε: «Επειδή δεν λατρεύω αγάλματα καμωμένα από ανθρώπινα χέρια, αλλά τον αληθινό Θεό, που δημιούργησε τον ουρανό και τη γη και έχει εξουσία πάνω σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη». 19 Ο βασιλιάς τού είπε: «Δεν πιστεύεις ότι ο Βηλ είναι πραγματικός θεός; Δε βλέπεις πόσα τρώει και πίνει κάθε μέρα;» 20 Ο Δανιήλ γέλασε και είπε: «Μην πλανάσαι βασιλιά! Αυτός από μέσα είναι λάσπη κι απ’ έξω χαλκός· ποτέ μέχρι τώρα δεν έχει φάει ούτε έχει πιει τίποτα».
21 Ο βασιλιάς θύμωσε και κάλεσε τους ιερείς του και τους είπε: «Αν δε μου πείτε ποιος είν’ αυτός που τρώει τις προσφορές για τις οποίες δαπανώνται τόσα χρήματα, θα πεθάνετε· αν όμως αποδείξετε ότι όλα αυτά τα τρώει πράγματι ο Βηλ, τότε θα θανατωθεί ο Δανιήλ, γιατί πρόσβαλε το άγαλμα». 22 Ο Δανιήλ είπε στο βασιλιά: «Ας γίνει όπως διέταξες». Οι ιερείς του Βηλ ήταν εβδομήντα, εκτός από τις γυναίκες και τα παιδιά τους.
23 Μόλις ο βασιλιάς πήγε μαζί με το Δανιήλ στο ναό του Βηλ, 24 οι ιερείς του Βηλ είπαν: «Εμείς τώρα βγαίνουμε έξω, κι εσύ βασιλιά φέρε τις τροφές, βάλε κρασί στο ποτήρι και τοποθέτησέ τα όλα μπροστά στο Βηλ. Μετά κλείσε την πόρτα και σφράγισέ την με το δαχτυλίδι σου· και έλα το πρωί κι αν δεν τα βρεις να έχουν φαγωθεί όλα από το Βηλ, εμείς να πεθάνουμε· αλλιώς να πεθάνει ο Δανιήλ, που είπε ψέματα εναντίον μας». 25 Στην πραγματικότητα, όμως, αυτοί τα αψηφούσαν όλα, γιατί είχαν κάνει κάτω από το τραπέζι μια κρυφή καταπακτή, απ’ όπου έμπαιναν κάθε φορά κι έκλεβαν τα τρόφιμα.
26 Πράγματι, μόλις οι ιερείς βγήκαν έξω, ο βασιλιάς τοποθέτησε τις τροφές μπροστά στο Βηλ. 27 Ο Δανιήλ διέταξε τους υπηρέτες του και έφεραν στάχτη και την κοσκίνισαν σ’ όλο το δάπεδο του ναού· μόνο ο βασιλιάς ήταν παρών. Ύστερα, αφού βγήκαν έξω, έκλεισαν την πόρτα, τη σφράγισαν με το δαχτυλίδι του βασιλιά και έφυγαν. 28 Οι ιερείς όμως ήρθαν τη νύχτα, σύμφωνα με τη συνήθειά τους, μαζί με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους και τα έφαγαν και τα ήπιαν όλα.
29 Το άλλο πρωί ο βασιλιάς σηκώθηκε και μαζί του κι ο Δανιήλ. 30 «Είναι άθικτες οι σφραγίδες, Δανιήλ;» ρώτησε ο βασιλιάς. Κι ο Δανιήλ απάντησε: «Ναι, βασιλιά». 31 Μόλις άνοιξαν οι πόρτες, ο βασιλιάς κοίταξε πάνω στο τραπέζι και φώναξε: «Είσαι μεγάλος, Βηλ! Εσύ ποτέ δεν κάνεις απάτες!» 32 Ο Δανιήλ έβαλε τα γέλια και έπιασε το βασιλιά για να μην μπει μέσα στο ναό. «Κοίτα το δάπεδο», του λέει μετά, «και βρες ποιανού είναι αυτές οι πατημασιές». 33 Ο βασιλιάς απάντησε: «Πράγματι, βλέπω εδώ πατημασιές ανδρών, γυναικών και παιδιών». 34 Τότε οργίστηκε, συνέλαβε τους ιερείς, τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους και του έδειξαν τις κρυφές πόρτες, από τις οποίες έμπαιναν και καταβρόχθιζαν τις προσφορές που ήταν πάνω στο τραπέζι. 35 Ο βασιλιάς τούς εκτέλεσε όλους και παρέδωσε τον Βηλ στη διάθεση του Δανιήλ, ο οποίος κατέστρεψε κι αυτόν και το ναό του.
Ο Δανιήλ νικάει το Δράκοντα
36 Υπήρχε επίσης ένα μεγάλο φίδι, που το λάτρευαν οι Βαβυλώνιοι. 37 Μια μέρα ο βασιλιάς είπε στο Δανιήλ: «Δεν μπορείς να πεις ότι αυτός δεν είναι πραγματικός θεός! Εμπρός, λοιπόν, προσκύνησέ τον!» 38 Ο Δανιήλ απάντησε: «Εγώ τον Κύριο το Θεό μου θα προσκυνήσω, γιατί αυτός είναι αληθινός Θεός. Δώσε μου όμως, βασιλιά, την άδεια και θα σκοτώσω το φίδι χωρίς μαχαίρι ή ραβδί». 39 Ο βασιλιάς απάντησε: «Σου τη δίνω». 40 Τότε ο Δανιήλ πήρε πίσσα, ξύγκι και τρίχες και τα έψησε μαζί· τα έκανε σβώλους και τα έβαλε στο στόμα του φιδιού. Το φίδι τα έφαγε και έσκασε. Τότε ο Δανιήλ είπε: «Κοιτάξτε, λοιπόν, πού προσφέρετε τη λατρεία σας!»
41 Μόλις το ’μαθαν αυτό οι Βαβυλώνιοι, αγανάκτησαν φοβερά και ξεσηκώθηκαν εναντίον του βασιλιά. «Ο βασιλιάς έγινε Ιουδαίος!» έλεγαν. «Κατέστρεψε το Βηλ, σκότωσε το φίδι και έσφαξε τους ιερείς». 42 Πήγαν, λοιπόν, στο βασιλιά και του είπαν: «Παράδωσέ μας το Δανιήλ· αλλιώς θα φονεύσουμε κι εσένα και τους δικούς σου». 43 Ο βασιλιάς όταν είδε ότι τον πιέζουν αφόρητα, αναγκάστηκε να τους παραδώσει το Δανιήλ.
44 Αυτοί τον έριξαν στο λάκκο των λεόντων και έμεινε εκεί έξι μέρες. 45 Στο λάκκο βρίσκονταν εφτά λιοντάρια και τους έδιναν για τροφή κάθε μέρα δύο ανθρώπινα σώματα και δύο πρόβατα. Εκείνη την ημέρα όμως δεν τους έδωσαν τίποτα, για να κατασπαράξουν το Δανιήλ.
46 Στην Ιουδαία ζούσε εκείνον τον καιρό ο προφήτης Αββακούμ. Αυτός είχε βράσει φαγητό, έκοψε ψωμί σε μικρά κομμάτια, τα ’βαλε όλα μαζί σε μια σουπιέρα και πήγαινε στο χωράφι για να τα φέρει στους θεριστές. 47 Τότε ένας άγγελος του Κυρίου διέταξε τον Αββακούμ να πάει το φαγητό αυτό στη Βαβυλώνα και να το δώσει στο Δανιήλ, στο λάκκο με τα λιοντάρια. 48 Ο Αββακούμ απάντησε: «Κύριε, τη Βαβυλώνα δεν την έχω ξαναδεί κι ούτε γνωρίζω κανέναν τέτοιο λάκκο». 49 Τότε ο άγγελος του Κυρίου τον έπιασε από τα μαλλιά και μ’ ένα δυνατό άνεμο τον έφερε στη Βαβυλώνα. 50 Ο Αββακούμ φώναξε δυνατά: «Δανιήλ, Δανιήλ, πάρε το φαγητό που σου στέλνει ο Θεός». 51 Ο Δανιήλ απάντησε: «Με θυμήθηκες βέβαια, Θεέ μου· εσύ ποτέ δεν εγκαταλείπεις αυτούς που σε αγαπούν». 52 Σηκώθηκε κι έφαγε, κι ο άγγελος του Θεού ξανάφερε τον Αββακούμ αμέσως πίσω στον τόπο του.
53 Την έβδομη μέρα πήγε ο βασιλιάς να θρηνήσει το Δανιήλ. Όταν όμως ήρθε στο λάκκο και κοίταξε μέσα, ο Δανιήλ ήταν εκεί καθισμένος. 54 Τότε ο βασιλιάς φώναξε δυνατά και είπε: «Είσαι μεγάλος, Κύριε, Θεέ του Δανιήλ! Δεν υπάρχει άλλος εκτός από σένα». 55 Και διέταξε να τον βγάλουν από το λάκκο. Αυτούς όμως που είχαν γίνει αιτία να ταλαιπωρηθεί ο Δανιήλ, τους έριξε στο λάκκο, και τα λιοντάρια τούς κατασπάραξαν αμέσως μπροστά στα μάτια του.

Currently Selected:

ΔΑΝΙΗΛ G Δ: TGVD

Highlight

Share

Copy

None

Want to have your highlights saved across all your devices? Sign up or sign in

YouVersion uses cookies to personalize your experience. By using our website, you accept our use of cookies as described in our Privacy Policy